Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
View word page
καταλιθάζω
stone to death
ShortDef
stone to death
Debugging
Headword:
καταλιθάζω
Headword (normalized):
καταλιθάζω
Headword (normalized/stripped):
καταλιθαζω
IDX:
45964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45965
Key:
Data
{'content': 'stone to death'}