Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
View word page
κατάληψις
a seizing
ShortDef
a seizing
Debugging
Headword:
κατάληψις
Headword (normalized):
κατάληψις
Headword (normalized/stripped):
καταληψις
IDX:
45963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45964
Key:
Data
{'content': 'a seizing'}