Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
View word page
καταληρέω
lose by idle talking

ShortDef

lose by idle talking

Debugging

Headword:
καταληρέω
Headword (normalized):
καταληρέω
Headword (normalized/stripped):
καταληρεω
IDX:
45961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45962
Key:

Data

{'content': 'lose by idle talking'}