Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
View word page
καταληπτός
to be achieved
ShortDef
to be achieved
Debugging
Headword:
καταληπτός
Headword (normalized):
καταληπτός
Headword (normalized/stripped):
καταληπτος
IDX:
45960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45961
Key:
Data
{'content': 'to be achieved'}