Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
View word page
κατάληπτος
seized; capable of being seized, grasped

ShortDef

seized; capable of being seized, grasped

Debugging

Headword:
κατάληπτος
Headword (normalized):
κατάληπτος
Headword (normalized/stripped):
καταληπτος
IDX:
45959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45960
Key:

Data

{'content': 'seized; capable of being seized, grasped'}