Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
View word page
καταληπτικός
able to keep down

ShortDef

able to keep down

Debugging

Headword:
καταληπτικός
Headword (normalized):
καταληπτικός
Headword (normalized/stripped):
καταληπτικος
IDX:
45958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45959
Key:

Data

{'content': 'able to keep down'}