Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
View word page
καταληπτήρ
strap for holding fast

ShortDef

strap for holding fast

Debugging

Headword:
καταληπτήρ
Headword (normalized):
καταληπτήρ
Headword (normalized/stripped):
καταληπτηρ
IDX:
45957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45958
Key:

Data

{'content': 'strap for holding fast'}