Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
View word page
καταληπτέος
to be seized

ShortDef

to be seized

Debugging

Headword:
καταληπτέος
Headword (normalized):
καταληπτέος
Headword (normalized/stripped):
καταληπτεος
IDX:
45956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45957
Key:

Data

{'content': 'to be seized'}