Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
View word page
κατάληξις
ending, termination

ShortDef

ending, termination

Debugging

Headword:
κατάληξις
Headword (normalized):
κατάληξις
Headword (normalized/stripped):
καταληξις
IDX:
45955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45956
Key:

Data

{'content': 'ending, termination'}