Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
View word page
κατάλημμα
comprehension
ShortDef
comprehension
Debugging
Headword:
κατάλημμα
Headword (normalized):
κατάλημμα
Headword (normalized/stripped):
καταλημμα
IDX:
45954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45955
Key:
Data
{'content': 'comprehension'}