Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
View word page
καταληκτικός
leaving off
ShortDef
leaving off
Debugging
Headword:
καταληκτικός
Headword (normalized):
καταληκτικός
Headword (normalized/stripped):
καταληκτικος
IDX:
45953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45954
Key:
Data
{'content': 'leaving off'}