Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
View word page
καταληΐζομαι
plunder

ShortDef

plunder

Debugging

Headword:
καταληΐζομαι
Headword (normalized):
καταληΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταληιζομαι
IDX:
45951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45952
Key:

Data

{'content': 'plunder'}