Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
View word page
καταλήγω
to leave off, end, stop

ShortDef

to leave off, end, stop

Debugging

Headword:
καταλήγω
Headword (normalized):
καταλήγω
Headword (normalized/stripped):
καταληγω
IDX:
45949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45950
Key:

Data

{'content': 'to leave off, end, stop'}