Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
View word page
ἄμικτος
unmingled, that will not mingle
ShortDef
unmingled, that will not mingle
Debugging
Headword:
ἄμικτος
Headword (normalized):
ἄμικτος
Headword (normalized/stripped):
αμικτος
IDX:
4594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4595
Key:
Data
{'content': 'unmingled, that will not mingle'}