Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
View word page
καταλεύω
to stone to death

ShortDef

to stone to death
[lexical cite]

Debugging

Headword:
καταλεύω
Headword (normalized):
καταλεύω
Headword (normalized/stripped):
καταλευω
IDX:
45944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45945
Key:

Data

{'content': 'to stone to death'}