Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
View word page
καταλευκόω
whiten

ShortDef

whiten

Debugging

Headword:
καταλευκόω
Headword (normalized):
καταλευκόω
Headword (normalized/stripped):
καταλευκοω
IDX:
45942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45943
Key:

Data

{'content': 'whiten'}