Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
View word page
καταλεπτύνω
make very thin
ShortDef
make very thin
Debugging
Headword:
καταλεπτύνω
Headword (normalized):
καταλεπτύνω
Headword (normalized/stripped):
καταλεπτυνω
IDX:
45941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45942
Key:
Data
{'content': 'make very thin'}