Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
View word page
κατάλεπτον
petty cash', minor expenses

ShortDef

petty cash', minor expenses

Debugging

Headword:
κατάλεπτον
Headword (normalized):
κατάλεπτον
Headword (normalized/stripped):
καταλεπτον
IDX:
45940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45941
Key:

Data

{'content': "petty cash', minor expenses"}