Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
καταλήγω
View word page
καταλεπτολογέω
to waste in subtle talk

ShortDef

to waste in subtle talk

Debugging

Headword:
καταλεπτολογέω
Headword (normalized):
καταλεπτολογέω
Headword (normalized/stripped):
καταλεπτολογεω
IDX:
45939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45940
Key:

Data

{'content': 'to waste in subtle talk'}