Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
View word page
ἄμιθα
cake

ShortDef

cake

Debugging

Headword:
ἄμιθα
Headword (normalized):
ἄμιθα
Headword (normalized/stripped):
αμιθα
IDX:
4593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4594
Key:

Data

{'content': 'cake'}