Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
καταλέω
View word page
κατάλεξις
levying
ShortDef
levying
Debugging
Headword:
κατάλεξις
Headword (normalized):
κατάλεξις
Headword (normalized/stripped):
καταλεξις
IDX:
45938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45939
Key:
Data
{'content': 'levying'}