Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέχω
View word page
κατάλεκτος
cataleclum

ShortDef

cataleclum

Debugging

Headword:
κατάλεκτος
Headword (normalized):
κατάλεκτος
Headword (normalized/stripped):
καταλεκτος
IDX:
45937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45938
Key:

Data

{'content': 'cataleclum'}