Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάλεγμα
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω
καταλεύω2
View word page
κατάλειψις
a leaving behind

ShortDef

a leaving behind

Debugging

Headword:
κατάλειψις
Headword (normalized):
κατάλειψις
Headword (normalized/stripped):
καταλειψις
IDX:
45935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45936
Key:

Data

{'content': 'a leaving behind'}