Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευκόω
View word page
καταλειτουργέω
to spend all one's substance
ShortDef
to spend all one's substance
Debugging
Headword:
καταλειτουργέω
Headword (normalized):
καταλειτουργέω
Headword (normalized/stripped):
καταλειτουργεω
IDX:
45932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45933
Key:
Data
{'content': "to spend all one's substance"}