Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάλαμψις
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
View word page
καταλείπω
to leave behind

ShortDef

to leave behind

Debugging

Headword:
καταλείπω
Headword (normalized):
καταλείπω
Headword (normalized/stripped):
καταλειπω
IDX:
45931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45932
Key:

Data

{'content': 'to leave behind'}