Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
View word page
κατάλειπτος
anointed
ShortDef
anointed
Debugging
Headword:
κατάλειπτος
Headword (normalized):
κατάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
καταλειπτος
IDX:
45930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45931
Key:
Data
{'content': 'anointed'}