Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμηχανίη
ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
View word page
ἀμιγής
unmixed, pure

ShortDef

unmixed, pure

Debugging

Headword:
ἀμιγής
Headword (normalized):
ἀμιγής
Headword (normalized/stripped):
αμιγης
IDX:
4592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4593
Key:

Data

{'content': 'unmixed, pure'}