Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
View word page
κατάλεγμα
dirge

ShortDef

dirge

Debugging

Headword:
κατάλεγμα
Headword (normalized):
κατάλεγμα
Headword (normalized/stripped):
καταλεγμα
IDX:
45925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45926
Key:

Data

{'content': 'dirge'}