Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
View word page
καταλγύνω
grieve very much
ShortDef
grieve very much
Debugging
Headword:
καταλγύνω
Headword (normalized):
καταλγύνω
Headword (normalized/stripped):
καταλγυνω
IDX:
45923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45924
Key:
Data
{'content': 'grieve very much'}