Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
View word page
καταλγέω
to suffer much, feel sore pain

ShortDef

to suffer much, feel sore pain

Debugging

Headword:
καταλγέω
Headword (normalized):
καταλγέω
Headword (normalized/stripped):
καταλγεω
IDX:
45922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45923
Key:

Data

{'content': 'to suffer much, feel sore pain'}