Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
View word page
καταλάμπω
to shine upon
ShortDef
to shine upon
Debugging
Headword:
καταλάμπω
Headword (normalized):
καταλάμπω
Headword (normalized/stripped):
καταλαμπω
IDX:
45920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45921
Key:
Data
{'content': 'to shine upon'}