Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειμμα
View word page
καταλαμπρύνω
make splendid
ShortDef
make splendid
Debugging
Headword:
καταλαμπρύνω
Headword (normalized):
καταλαμπρύνω
Headword (normalized/stripped):
καταλαμπρυνω
IDX:
45918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45919
Key:
Data
{'content': 'make splendid'}