Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω
View word page
καταλαμβάνω
to seize upon, lay hold of
ShortDef
to seize upon, lay hold of
Debugging
Headword:
καταλαμβάνω
Headword (normalized):
καταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
καταλαμβανω
IDX:
45916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45917
Key:
Data
{'content': 'to seize upon, lay hold of'}