Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλγέω
View word page
καταλαλέω
to talk loudly, to blab

ShortDef

to talk loudly, to blab

Debugging

Headword:
καταλαλέω
Headword (normalized):
καταλαλέω
Headword (normalized/stripped):
καταλαλεω
IDX:
45912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45913
Key:

Data

{'content': 'to talk loudly, to blab'}