Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
View word page
καταλαλάζω
shout, exult

ShortDef

shout, exult

Debugging

Headword:
καταλαλάζω
Headword (normalized):
καταλαλάζω
Headword (normalized/stripped):
καταλαλαζω
IDX:
45911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45912
Key:

Data

{'content': 'shout, exult'}