Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
View word page
καταλακτίζω
inculco
ShortDef
inculco
Debugging
Headword:
καταλακτίζω
Headword (normalized):
καταλακτίζω
Headword (normalized/stripped):
καταλακτιζω
IDX:
45910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45911
Key:
Data
{'content': 'inculco'}