Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακυρόω
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
View word page
καταλαζονεύομαι
to boast
ShortDef
to boast
Debugging
Headword:
καταλαζονεύομαι
Headword (normalized):
καταλαζονεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλαζονευομαι
IDX:
45909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45910
Key:
Data
{'content': 'to boast'}