Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακυριεύω
κατακυρόω
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
View word page
καταλαγχάνω
hold possession of

ShortDef

hold possession of

Debugging

Headword:
καταλαγχάνω
Headword (normalized):
καταλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
καταλαγχανω
IDX:
45908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45909
Key:

Data

{'content': 'hold possession of'}