Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
View word page
καταλαβεύς
holder, nail

ShortDef

holder, nail

Debugging

Headword:
καταλαβεύς
Headword (normalized):
καταλαβεύς
Headword (normalized/stripped):
καταλαβευς
IDX:
45905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45906
Key:

Data

{'content': 'holder, nail'}