Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
View word page
κατακωμῳδέω
attack in comedy

ShortDef

attack in comedy

Debugging

Headword:
κατακωμῳδέω
Headword (normalized):
κατακωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
κατακωμωδεω
IDX:
45904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45905
Key:

Data

{'content': 'attack in comedy'}