Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
View word page
κατακωμάζω
to burst riotously in upon

ShortDef

to burst riotously in upon

Debugging

Headword:
κατακωμάζω
Headword (normalized):
κατακωμάζω
Headword (normalized/stripped):
κατακωμαζω
IDX:
45903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45904
Key:

Data

{'content': 'to burst riotously in upon'}