Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλακτίζω
καταλαλάζω
View word page
κατακωκύω
wail, shriek loudly

ShortDef

wail, shriek loudly

Debugging

Headword:
κατακωκύω
Headword (normalized):
κατακωκύω
Headword (normalized/stripped):
κατακωκυω
IDX:
45901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45902
Key:

Data

{'content': 'wail, shriek loudly'}