Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμηχανάω
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμηχανίη
ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
View word page
ἀμία2
[lexical cite]
ShortDef
tunny
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ἀμία2
Headword (normalized):
ἀμία
Headword (normalized/stripped):
αμια2
IDX:
4589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4590
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}