Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
View word page
ἁγιώδως
in sacred manner:
ShortDef
in sacred manner:
Debugging
Headword:
ἁγιώδως
Headword (normalized):
ἁγιώδως
Headword (normalized/stripped):
αγιωδως
IDX:
458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-459
Key:
Data
{'content': 'in sacred manner:'}