Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
καταλαβή
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
View word page
κατακυριεύω
to gain dominion over

ShortDef

to gain dominion over

Debugging

Headword:
κατακυριεύω
Headword (normalized):
κατακυριεύω
Headword (normalized/stripped):
κατακυριευω
IDX:
45898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45899
Key:

Data

{'content': 'to gain dominion over'}