Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
καταλαβεύς
View word page
κατακύλλωμα
a particular case of lameness

ShortDef

a particular case of lameness

Debugging

Headword:
κατακύλλωμα
Headword (normalized):
κατακύλλωμα
Headword (normalized/stripped):
κατακυλλωμα
IDX:
45895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45896
Key:

Data

{'content': 'a particular case of lameness'}