Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
κατάκυψις
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
View word page
κατακυκλόω
to encircle
ShortDef
to encircle
Debugging
Headword:
κατακυκλόω
Headword (normalized):
κατακυκλόω
Headword (normalized/stripped):
κατακυκλοω
IDX:
45893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45894
Key:
Data
{'content': 'to encircle'}