Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατακυρόω
View word page
κατακτύπησις
making a noise at

ShortDef

making a noise at

Debugging

Headword:
κατακτύπησις
Headword (normalized):
κατακτύπησις
Headword (normalized/stripped):
κατακτυπησις
IDX:
45889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45890
Key:

Data

{'content': 'making a noise at'}