Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμήτωρ
ἀμηχανάω
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμηχανίη
ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
View word page
ἀμία
tunny
ShortDef
tunny
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ἀμία
Headword (normalized):
ἀμία
Headword (normalized/stripped):
αμια
IDX:
4588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4589
Key:
Data
{'content': 'tunny'}