Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακύπτω
κατακυριεύω
View word page
κατακτυπέω
make a loud noise, roar against
ShortDef
make a loud noise, roar against
Debugging
Headword:
κατακτυπέω
Headword (normalized):
κατακτυπέω
Headword (normalized/stripped):
κατακτυπεω
IDX:
45888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45889
Key:
Data
{'content': 'make a loud noise, roar against'}